-
1 μίγμα
[мигма] ουσ. о. смесь, сплав, помесь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μίγμα
-
2 смесь
-
3 смесь
-и θ.1. μίγμα, ανακάτευμα• κράμα, μεταλλόκραμα• σύντηγμα•смесь всякой всячины κυκεώνας, σύμφυρμα•
горючая смесь μίγμα καυσίμου.
2. τα διάφορα (στήλη στα περιοδικά του 19 αι.). -
4 горючий
горюч||ийприл καύσιμος/ ἀνα-φλέξιμος, εὐφλεκτος· (легковоспламеняющийся):\горючийая смесь τό ἐκρηκτικό μίγμα· \горючийий материал ἡ καύσιμη ὕλη· ◊ плакать \горючийими слезами разг χύνω μαύρα δάκρυα. -
5 медь
мед||ьж1. ὁ χαλκός, τό μπακίρι:желтая \медь τό μίγμα χαλκοῦ καί τσίγκου· красная \медь ὁ καθαρός χαλκός· покрывать \медьью ἐπιχαλκὠνω, μπακιρώνω·2. со-бир. (медные деньги) τά χάλκινα νομίσματα. -
6 месиво
месивос1. τό μϊγμα·2. (корм для скота) τό σκάρτο. -
7 помесь
помесьж1. ἡ διασταύρωση [-ις], ἡ συμ-μιξία / ὁ μιξογενής (гибрид)·2. черен. τό ἀνακάτωμα, τό μίγμα. -
8 раствор
растворм ἡ διάλυση [-Λς], τό μίγμα:насыщенный \раствор ἡ κεκορεσμένη διάλυση· известковый \раствор τό ἀσβεστοκονίαμα· цементный \раствор ἡ τσιμεντοκονία -
9 смесь
смесьж τό μίγμα, τό κράμα, τό ἀνακάτωμα -
10 царский
царск||ийприл τσαρικός, βασιλικός:\царскийое правительство ἡ τσαρική κυβέρνηση· ◊ \царскийая во́дка хим. τό βασιλικόν δδωρ, μίγμα νιτρικοῦ καί ὑδροχλωρικοῦ ὁξέος. -
11 месиво
[μιέσιβα] οοσ. ο. μίγμα, σκάρτο -
12 микстура
[μικστούρα] ου«τ. θ. μίγμα -
13 смесь
[σμιές*] ουσ. Θ. μίγμα -
14 месиво
[μιέσιβα] ουσ ο μίγμα, σκάρτο -
15 микстура
[μικστούρα] ου«τ. θ. μίγμα -
16 смесь
[σμιές*] ουσ θ μίγμα -
17 амальгама
-ы θ.αμάλγαμα, σύγκραμα υδραρ.γύρου και μετάλλου, συνυδραργύρωμα. || μτφ. φύραμα, μίγμα. -
18 гудронный
είτ. ασφαλτώδης, ασφαλτικός• πισ-οώδης• ασφαλτόστρωτος•-ая смесь πισσώδες μίγμα•
-ое шоссе,ασφαλτόστρωτος αμαξιτός δρόμος.
-
19 ёрш
-
20 зажигательный
επ.1. για προσάναμμα.2. εμπρηστικός•-ая бомба εμπρηστική βόμβα•
-ая смесь εμπρηστικό μίγμα•
-ые средства εμπρηστικά μέοα•
-ое стекло αμφίκυρτος φακός.
3. μτφ. διεγερτικός, ερεθιστικός, προκλητικός, παροξυντικός•-ая речь εμπρηστικός λόγος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μῖγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίγμα — mixture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίγμα — και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα) κάθε προϊόν ανάμιξης νεοελλ. 1. χημ. το προϊόν τής ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση 2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο» τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ … Dictionary of Greek
μιγμάτων — μίγμα mixture neut gen pl μῑγμάτων , μῖγμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίγμ' — μίγμα , μίγμα mixture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίγμασι — μίγμα mixture neut dat pl μί̱γμασι , μῖγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίγμασιν — μίγμα mixture neut dat pl μί̱γμασιν , μῖγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίγματα — μίγμα mixture neut nom/voc/acc pl μί̱γματα , μῖγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίγματι — μίγμα mixture neut dat sg μί̱γματι , μῖγμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίγματος — μίγμα mixture neut gen sg μί̱γματος , μῖγμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτηκτοειδής — ές (φυσ. χημ.) φρ. 1. «ευτηκτοειδής μετατροπή» η αντιστρεπτή διαδικασία κατά την οποία μια στερεά φάση μετατρέπεται, υπό ορισμένη χαρακτηριστική θερμοκρασία που ονομάζεται ευτηκτοειδές σημείο, σε δύο άλλες διακεκριμένες στερεές φάσεις 2.… … Dictionary of Greek